προσεπράσσοντο

προσεπράσσοντο
προσεπρά̱σσοντο , πρόσ-πράσσω
pass through
imperf ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσπράσσω — και αττ. τ. προσπράττω Α 1. (το ενεργ. και το μέσ.) εισπράττω ή απαιτώ κάτι ακόμη 2. παθ. προσπράττομαι (για χρήματα) εισπράττομαι με τη βία από κάποιον («καὶ προσεπράσσοντο χρήματα», Δίων Κάσσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”